Eιμαι απόφοιτος της Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ απο το 2006 ενώ παράλληλα απέκτησα και τον τίτλο του τεχνικού συντήρησης έργων ζωγραφικής απο δημόσιο ΙΕΚ. Από το 1996 έχω λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις ενώ σε μια εξ αυτών απέσπασα και βραβείο. Πιο πρόσφατη έντονη δημιουργική εμπειρία, τα καθήκοντα μου ώς βοηθός σκηνοθέτη σε ταινία μικρού μήκους που φτιάχτηκε απο το artspot.gr
Στον αμερικανικό Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό εκδηλώθηκε αντίδραση από τους καλλιτέχνες της Μετά-Ζωγραφικής Αφαίρεσης μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50 και βρήκε το ευρωπαϊκό της παράλληλο στο διάλογο της βασισμένης στη γεωμετρία ζωγραφικής με την Art Informel. Ο ρωσικός Κονστρουκτιβισμός, το ολλανδικό De Stijl και το γερμανικό Bauhaus συνέθεσαν ένα στέρεο υπόβαθρο. Η γαλλική Abstraction-Creation, παρά την ετερογένειά της, είχε ήδη παίξει το '30 έναν ρόλο στην διάδοση και εμπέδωση των αρχών του De Stijl και έγινε η γέφυρα μετάβασης από την προπολεμική στη μεταπολεμική Γεωμετρική Αφαίρεση. Ο όρος Συγκεκριμένη Τέχνη (Concrete Art), που είχε προτείνει ο Theo van Doesburg ως υποκατάστατο του Μη-αντικειμενική Τέχνη, αναβίωσε το 1947 στο Salon des Realites Nouvelles, ενώ η γκαλερί της Denise Rene, άνοιξε στο Παρίσι το 1944, έγινε κέντρο προβολής αυτής της τέχνης.
Γιάν βαν Άυκ (Jan van Eyck), Φλαμανδός ζωγράφος (Μάαστριχτ 1390 - Μπρύζ 1441). Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής, σημειώνει τη μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στην καινούρια νατουραλιστική όραση. Από το 1422 έως το 1425 εργάστηκε στη Χάγη, στην υπηρεσία του κόμη της Ολλανδίας Ιωάννη της Βαυαρίας. Αργότερα έγινε αυλικός ζωγράφος του Φιλίππου του Αγαθού, δούκα της Βουργουνδίας και με την ιδιότητα αυτή ανέλαβε πολλές διπλωματικές αποστολές, όπως την εκτέλεση της προσωπογραφίας της πριγκίπισσας Ισαβέλλας στην Πορτογαλία το 1428-1429. Για ένα διάστημα παρέμεινε στη Λίλλη, στον πύργο του Εσντέν και το 1432 εγκαταστάθηκε στην Μπρύζ συνεχίζοντας την γόνιμη δραστηριότητά του έως τον θάνατό του. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι η τέχνη του βαν Άυκ κατάγεται άμεσα από την ζωγραφική του Μελχιόρ Μπρέντερλαμ και ιδίως από μερικές μικρογραφίες των αδερφών Λίμπουργκ στο ευχολόγιο του δούκα ντε Μπερρύ «Οι πλουσιότατες ώρες του δούκα του Μπερρύ» (1409-1416).
Από τις τέχνες της κίνησης, η Op Art (Οπτική τέχνη) κατατάσσεται παραδοσιακά στον τομέα της κινητικής τέχνης. Εμφανίστηκε στην δεκαετία του '60 και ο όρος προτάθηκε για πρώτη φορά από τα περιοδικά «Time» και «Life» στα τέλη του 1964 αλλά καθιερώθηκε με την έκθεση, Η Ανταπόκριση του Ματιού (The Responsive Eye), που οργανώθηκε το 1965 στο Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης. Είναι μια καινούρια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου. Δημιουργήθηκε ένα νέο οπτικό αλφάβητο, βασιζόμενο στις έρευνες της ιδιότητας του φωτός, στους συνδυασμούς και στους κραδασμούς των χρωμάτων, στις αξίες των μεταβλητών κλιμάτων των φωτεινών, των χρωματιστών, των κινουμένων σημείων.
Γκρύνεβαλντ Ματίς (Matthias Grunewald, όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Mathis Gothardt Neithardt). Γερμανός ζωγράφος (Βύρτσμουργκ 1470-1480 Χάλλη 1528). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Μεταξύ 1481 και 1488 εργάστηκε στο Ασάφφενμπουργκ, στα σύνορα Βαυαρίας και Έσσης, υπό την προστασία του Επισκόπου Χένριχ Ράιτσμαν. Ένας συγγραφέας του 17ου αιώνα τον αποκαλεί «Γερμανό Κορρέτζιο». Από τότε στα έργα αυτά και σε άλλα που έμοιαζαν φτιαγμένα από τον ίδιο μεγάλο καλλιτέχνη, βάζουν συνήθως την ετικέτα Γκρύνεβαλντ. Τα λίγα έργα του που έχουμε είναι εικόνες παραδοσιακού τύπου για την Αγία Τράπεζα, σε μεγάλες και μικρές επαρχιακές εκκλησίες.
Η Arte Povera διαλέγεται με τον θεατή μέσα από θραύσματα υλικών, εννοιών, λέξεων, καθώς και μέσα από έναν νομαδισμό, που επιτρέπει την αποφυγή της συνοχής και την συνεχή μετατόπιση από τον πίνακα καβαλέτου στην τοιχογραφία ή στην κατασκευή στο χώρο. Παρατηρώντας ένα πρωινό του 1965 την ανατολή του ήλιου ψηλά από το όρος Stromboli ο Giovanni Anselmo (1934-), διαπίστωσε ότι η σκιά του σώματος του δεν έπεφτε στο έδαφος αλλά στην ατμόσφαιρα, στο κενό. Αυτή η εμπειρία τον έστρεψε στην Conceptual Art και ειδικότερα στην ιδέα μιας τέχνης που θα αναφερόταν στο άχρονο και άμορφο του σύμπαντος. Η ελαστικότητα, η ισορροπία, η δύναμη της βαρύτητας έγιναν οι κύριες ορίζουσες των αναζητήσεων του ως τις αρχές του ?70. Μια πέτρα που πατούσε πάνω σε φρέσκα λαχανικά, δεμένη από κάπου με ένα σκοινί, προδιέγραφε το ενδεχόμενο να πέσει κάποια στιγμή καθώς τα λαχανικά θα μαραίνονταν. Η σχέση της πλαστικής φόρμας με την οργανική διαδικασία, δηλαδή με τον χρόνο και την ενέργεια, βρέθηκε με τον Anselmo στο επίκεντρο της Arte Povera.
Στέεν Γιάν (Jan Steen), Ολλανδός ζωγράφος, (Λέυντεν 1626-1679). Μαθητής και γαμπρός του Γιάν Βαν Γκόγιεν, ανήκε από το 1648 στη συντεχνία των ζωγράφων του Λέυντεν και κατόπιν εργάστηκε διαδοχικά στη Χάγη, στο Ντελφτ, στο Χάαρλεμ και πάλι στο Λέυντεν. Κάνοντας συγχρόνως τον ταβερνιάρη στο Ντελφτ, συνδύαζε όπως και άλλοι Ολλανδοί ζωγράφοι, το επάγγελμα με την τέχνη. Ήταν ο κατά εξοχήν ζωγράφος ρωπογραφιών, που έπαιξε στον χρυσό αιώνα της ολλανδικής τέχνης, τον ρόλο του λαμπρού χρονικογράφου και του πνευματώδους αφηγητή των ηθών και των εθίμων. Η εξαιρετική αφηγηματική φαντασία του εκφράστηκε με μια πλατιά θεματογραφία χαριτωμένων και εύθυμων καταστάσεων, όπου εκδηλώνεται μαζί με το καλοπροαίρετο και αισιόδοξο πνεύμα του, περισσότερο εντυπωσιακό παρά βαθύ, η ευημερία και το κέφι της αστικής κοινωνίας της εποχής του.
Η Arte Povera (Φτωχή Τέχνη, Τέχνη των πενιχρών - ευτελών μέσων), παρουσιάστηκε με αυτό το όνομα για πρώτη φορά το 1967 στην γκαλερί La Bartesca στη Γένουα από τον Ιταλό τεχνοκριτικό Germano Celant, για να περιγράψει μια καινούρια γενιά Ιταλών καλλιτεχνών κατά τα τέλη της δεκαετίας του '60. Χρονολογικά υπήρξε σύστοιχη με τις ανησυχίες και τον ριζοσπαστικό οπτιμισμό του '60, που κορυφώθηκαν στα γεγονότα του Μαΐου του 1968, αλλά ειδικά στην Ιταλία συνεχίστηκαν με την μορφή τρομοκρατίας και στη δεκαετία του '70.
Χανς Χολμπάιν ο Νεώτερος, (Hans Holbein) Άουγκσμπουργκ 1497-Λονδίνο 1543, γιός του Χανς Χολμπάιν του Πρεσβύτερου (1460-1524). Γεννημένος σε οικογένεια ζωγράφων, όπου ο πατέρας του ήταν γνωστός καλλιτέχνης και κληρονόμησε από αυτόν την ακριβή και ρεαλιστική αφηγηματική διάθεση, γρήγορα αφομοίωσε τις κατακτήσεις και των καλλιτεχνών του Βορρά και των Ιταλών. Το Άουγκσμπουργκ ήταν μια πλούσια πόλη που είχε στενούς εμπορικούς δεσμούς με την Ιταλία. Γρήγορα πήγε στη Βασιλεία, διάσημο κέντρο της νέας γνώσης. Η βιογραφία του είναι γεμάτη από τα ταξίδια του στην Ιταλία (1518), στην Γαλλία (1524), στην Αγγλία (1526-1528), στην Ελβετία και τελικά πάλι στην Αγγλία από το 1532 έως τον θάνατό του.
Στη δημιουργία των καλλιτεχνών η ανάγκη αναφοράς στον χώρο, τόσο τον φυσικό όσο και τον υπερβατικό είναι σταθερή. Διδακτικότερη είναι η περίπτωση του Klein. Τις μονόχρωμές του επιφάνειες, ουδέποτε τις αισθανόμαστε δέσμιες του ύψους και του πλάτους, ενώ αρκεί να δούμε από το πλάι τα ανάγλυφά του με σφουγγάρια για να διαπιστώσουμε πόσο η λειτουργία τους επεκτείνεται και πέρα από τα φυσικά τους όρια. Ο τυπικός γλύπτης του κινήματος και ένας από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής περιόδου είναι ο Cesar Baldachini (1921-1998). Μετά από μακρά μαθητεία πρώτα στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Μασσαλία και έπειτα στο Παρίσι, έδωσε το προσωπικού του στίγμα ανακαλύπτοντας το υλικό του, σωροί άχρηστων σιδερικών. Μάζευε βίδες, κλειδιά, ελατήρια, αλυσίδες και κάθε είδους εξαρτήματα κινητήρων, τα συγκολλούσε και τα σφυρηλατούσε σαν απλός τεχνίτης. Αποτέλεσμα είναι τα Αμαλγάματα, παραστατικές ή αφηρημένες συνθέσεις με μορφές που θυμίζουν παράξενα πουλιά, ψάρια, έντομα ή γυναίκες-τέρατα.
Ρογήρος βαν ντερ Βάυντεν, (Rogier van der Weyden), (Τουρναί γύρω στο 1400-Βρυξέλλες 1464). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστύρ. Το βαν ντερ Βάυντεν είναι η φλαμανδική μετάφραση. Φλαμανδός ζωγράφος θρησκευτικών θεμάτων, από τους κορυφαίους του 15ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Τουρναί, που υπαγόταν στην Γαλλία. Φοίτησε σαν μαθητευόμενος στο εργαστήριο του Φλεμάλ. Γιός μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη γενέτειρά του και το 1432 έγινε αρχηγός της τοπικής συντεχνίας.