Στο πολύπτυχο της Γάνδης η καλλιτεχνική ιδιοφυία του βαν Άυκ αποδίδει τις γυμνές μορφές του Αδάμ και της Εύας με ωμό ρεαλισμό, τις μορφές των δωρητών με δύο ολοζώντανες προσωπογραφίες και το φόντο της «Προσκυνήσεως του Αγγέλου» με ένα τοπίο βαθύ και φωτεινό. Άλλοι κορυφαίοι σταθμοί της τέχνης του είναι η «Παναγία του καγκελαρίου Ρολέν» (1436), όπου η ατμοσφαιρική προοπτική, σε συνδυασμό με τις αξίες του φωτός και του χρώματος, ανοίγει μέσα από τις μνημειακές μορφές του πρώτου επιπέδου ένα άλλο θαυμάσιο τμήμα τοπίου και η «Παναγία του βαν ντερ Παίλε» (1436). Εδώ η ίδια καλλιτεχνική έμπνευση του καλλιτέχνη, απαλλαγμένη από μυστικές εξάρσεις, αποτυπώνεται με εκφραστική αυστηρότητα στα πρόσωπα και στα πράγματα. Οι προσωπογραφίες του επαναλαμβάνουν τις κύριες αρετές του, τη μεγάλη ικανότητα να εξατομικεύει και την άρνηση του ιδανικού κάλλους. Τα πιο εντυπωσιακά έργα του, εκείνα από τα οποία άντλησαν την έμπνευσή τους οι καλύτεροι προσωπογράφοι του αιώνα, είναι ο επονομαζόμενος «Τιμόθεος» (1432), ο «Άνθρωπος με το σαρίκι» (1433), η προσωπογραφία της Μαργαρίτας βαν Άυκ, συζύγου του ζωγράφου (1439) και το «Ζεύγος Αρνολφίνι» που προβάλλεται σε έναν φωτεινότατο εσωτερικό χώρο, στον οποίο η ακρίβεια και των ελάχιστων λεπτομερειών συνδυάζεται με μεγάλη συνθετική δεξιοτεχνία.
Ο βαν Άυκ ανοίγει τον δρόμο στην καινούρια πορεία της φλαμανδικής ζωγραφικής, στην ίδια εποχή που ο Μαζάτσιο στη Φλωρεντία ανανεώνει με τις αναγεννησιακές ιδέες την ιταλική ζωγραφική. Αυτοί οι δύο καλλιτέχνες υπήρξαν οι πρωτοπόροι μιας νέας θεωρήσεως της ζωής και της τέχνης στην Ευρώπη. Οι διαφορές τους ήταν στο ότι ο Μαζάτσιο επέβαλε στην πραγματικότητα ένα αυστηρό νοητικό μέτρο με κεντρικό όραμα τον άνθρωπο, ενώ ο βαν Άυκ δέχτηκε την πολλαπλότητα της πραγματικότητας μέσα στην ενότητα του φωτός, χωρίς να προκατασκευάζει ιεραρχίες. Αυτές οι δύο αντιθετικές θέσεις προδιαγράφουν την ανοδική τροχιά δύο διαφορετικών αναπαραστατικών πολιτισμών, από την Αναγέννηση έως τον 17ο αιώνα.
Στο έργο του «Η Αγία Τράπεζα της Γάνδης με τα πλάγια φύλλα διπλωμένα» (1432), παρατηρούμε στα πλάγια τον ευλαβικό δωρητή και τη γυναίκα του να προσεύχονται. Μαζί τους είναι και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Από πάνω βλέπουμε την νεωτεριστική, προσγειωμένη σκηνή του Ευαγγελισμού. Επικεντρώνεται σε μια μεγάλη συμβολική παράσταση, στο μυστικό όραμα της Λατρείας του Αμνού, όπου ο αμνός συμβολίζει το Χριστό, που φαίνεται όταν τα φύλλα είναι ανοιχτά. Επάνω φαίνεται ο Θεός Πατέρας, ενθρονισμένος με λαμπρότητα, ανάμεσα στην Παναγία και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, που αυτός ονόμασε τον Ιησού Αμνό του Θεού. Στις εσωτερικές πτέρυγες παρατηρούμε τις μορφές του Αδάμ και της Εύας μετά την Πτώση. Ολόγυμνοι με τα φύλλα της συκιάς που κρατούν στα χέρια τους. Μάλλον θα είχε τοποθετήσει μπροστά του γυμνά μοντέλα για να ζωγραφίσει τον Αδάμ και την Εύα. Ο Βαν Άυκ με υπομονή και μαστοριά μελέτησε την στιλπνότητα των πολύχρωμων χρυσοκέντητων υφασμάτων που φορούν οι άγγελοι μουσικοί και την λάμψη των κοσμημάτων, ακολουθώντας την παράδοση του Διεθνούς ρυθμού. Η παρατήρηση της φύσης, για τον καλλιτέχνη είναι πιο υπομονετική και η γνώση της λεπτομέρειας πιο ακριβείς.
Τα δέντρα και το τοπίο φαίνονται πραγματικά, που οδηγούν το βλέμμα στην πόλη και στον πύργο, πέρα στον ορίζοντα. Με τον ίδιο τρόπο διαχειριζόταν και τις μορφές. Αναπαράστησε με τέτοια λεπτομέρεια τις μορφές, ώστε φαίνεται σαν να μπορούμε να μετρήσουμε τις τρίχες στη χαίτη των αλόγων ή στις γούνες που στολίζουν τα ρούχα των καβαλάρηδων. Παρατηρούμε την λάμψη στο μάτι του αλόγου και τις ζάρες στο δέρμα του και τα στρογγυλεμένα μέλη, σχεδιασμένα με φως και σκιά. Η Αγία Τράπεζα με τις πολλές εικόνες έμενε ανοιχτή στις γιορτές και φαίνονταν τα λαμπερά χρώματα και κλειστή τις καθημερινές όπου έδειχνε την ήσυχη όψη της.
«Η Παναγία ένθρονη» (1432-1434), με βάθος το εσωτερικό μιας εκκλησίας, αποτελεί το κεντρικό τμήμα του τρίπτυχου του βαν Άυκ που στα πλευρικά φύλλα του έχει ζωγραφισμένες αντίστοιχα τις εικόνες του Αγίου Μιχαήλ με τον δωρητή του έργου και της Αγίας Αικατερίνης. Ανανέωσε την σύνθεση, την τεχνική και την ψυχολογική ερμηνεία και πρόσφερε συγκεκριμένη όραση της ζωής και των πραγμάτων. Στο έργο αυτό η χαριτωμένη στάση της Παρθένου, η ακρίβεια των λεπτομερειών, το ζεστό χρυσαφί φως δημιουργούν μια οικεία ατμόσφαιρα και έναν αντίλογο στην επιβλητικότητα του κτιρίου, που αποδίδεται με τους πολύχρωμους μαρμάρινους κίονες, τα ρωμανικά κιονόκρανα, τα αγάλματα, το χαλί, τον χάλκινο θρόνο διακοσμημένο με βιβλικές σκηνές, το πτυχωτό κουβούκλιο και τα εραλδικά ζώα.
Στο έργο του «Οι αρραβώνες των Αρνολφίνι» (1434), παριστάνει τον Ιταλό έμπορο Giovanni Arnolfini, με τη μέλλουσα γυναίκα του Jeanne de Chenany. Η εικόνα παρουσιάζει μια σπουδαία στιγμή στη ζωή τους, τον αρραβώνα τους. Παρατηρούμε το χαλί, τις παντόφλες, το ροζάριο στον τοίχο, την μικρή βούρτσα πλάι στο κρεβάτι και τα φρούτα στο παράθυρο. Η νέα γυναίκα έχει μόλις βάλει το δεξί της χέρι στο αριστερό του Αρνολφίνι, που ετοιμάζεται να βάλει το δεξί του χέρι στο δικό της, σαν επίσημο τεκμήριο της ένωσής τους.
Μπορεί να ζήτησαν από τον ζωγράφο να καταγράψει αυτή την σημαντική στιγμή σαν μάρτυρας. Για αυτό ο ζωγράφος έγραψε λατινικά σε ένα ευδιάκριτο σημείο του πίνακα «Johannes de Eyck fuit hic» (ο Γιάν βαν Άυκ ήταν παρών), σαν να υπέγραφε νομικά ένας μάρτυρας. Μέσα στον καθρέπτη, στο βάθος φαίνεται όλη η σκηνή από πίσω και καθρεπτίζεται και ο ζωγράφος και μάρτυρας.
Στο έργο του «Ευαγγελισμός» (1432-1436), τα αρχιτεκτονικά στοιχεία ξεγαντζώνονται από τα παραδοσιακά όρια του τρισδιάστατου χώρου, αφήνοντας ακόμα και την ίδια την επιφάνεια του πίνακα, για να γίνουν ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Ο θεατής περικλείνεται σε αυτό το μικρό, άχρονο αλλά ολοζώντανο σύμπαν. Μετέχει στην τόσο ανθρώπινη, συγκλονιστική αφήγηση. Ο απροσδόκητος συναισθηματικός τόνος, δίνει στο έργο μια ποιητική απήχηση. Βλέπουμε έναν μικρό πυκνό κόσμο, όπου δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε αφηρημένα σύμβολα, αφού κάθε πραγματικότητα είναι μυστηριακή. Στέκεται ο καλλιτέχνης, μπροστά στο αντικείμενο, σαν να το ανακάλυπτε για πρώτη φορά, το μελετά με ποιητική υπομονή, σαν να ήθελε να απογυμνώσει το μυστικό του, να το μαγέψει και να εμφυσήσει στην εικόνα του μια δεύτερη σιωπηλή ζωή.
Για να καθρεπτίσει την φύση σε όλες της τις πτυχές, ο Βαν Άυκ εφεύρε την ελαιογραφία. Κατόρθωσε να βρει μια νέα συνταγή για την ετοιμασία των χρωμάτων πριν απλωθούν πάνω στο ξύλο. Οι ζωγράφοι παρασκεύαζαν τα χρώματα από φυτά και ορυκτά, τα άλεθαν, οι ίδιοι ή οι μαθητευόμενοι, ανάμεσα σε δύο πέτρες και πρόσθεταν λίγο υγρό, που ήταν το αυγό, για να δέσει η σκόνη και να γίνει ένα είδος αλοιφής. Αυτή η μέθοδος ζωγραφικής λεγόταν τέμπερα. Επειδή εμπόδιζε τον Βαν Άυκ στα ομαλά περάσματα από το ένα χρώμα στο άλλο, μέσα από μια κλιμάκωση αποχρώσεων, χρησιμοποίησε λάδι αντί για αυγό. Μπορούσε έτσι να κάνει στιλπνά χρώματα και να τα απλώσει σε διάφανα στρώματα, ή να προσθέσει τους λαμπερούς τόνους με ένα λεπτό πινέλο και να πετύχει τις λεπτομέρειες.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 2ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 3ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), 1970,Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia