Ο χώρος στα έργα του Μαρτίνι οργανώνεται με τη βοήθεια του φωτός και της προοπτικής, οι μορφές σχεδιάζονται με γρήγορες γραμμές και παίρνουν ζωή από τους τρυφερούς χρωματισμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι πίνακές του δεν είναι γεμάτοι δραματικοί ένταση, αλλά δίνουν ένα ποιητικό αίσθημα με αρμονικό τρόπο. Ο Μαρτίνι διαμορφώθηκε στη σχολή του Ντούτσιο. Η αφομοίωση των γαλλικών γοτθικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την τεχνοτροπία του οφείλεται στην επαφή του με τους τεχνίτες των υαλογραφημάτων, με τις μικρογραφίες των χειρογράφων και με άλλα αντικείμενα που έφταναν στην Σιένα από την Γαλλία. Μπορεί να έκανε και ένα ταξίδι στην Αβινιόν, τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και η πρόσκλησή του από την γαλλόφιλη αυλή της Νεαπόλεως, όπου το 1317 ζωγράφισε τη «Στέψη του Ροβέρτου του Ανδηγαυικού από τον αδερφό του Άγιο Λουδοβίκο της Τουλούζης».
Στο «Πολύπτυχο της Αγίας Αικατερίνης» του 1319, οι μορφές κατασκευάζονται με μια νέα αντίληψη του όγκου, που αποδίδεται πλαστικά με το σοφό πλησίασμα των χρωμάτων και τη ρύθμιση των απαλών σκιών. Είναι ένα είδος προμηνύματος της τέχνης του Τζίοττο. Οι επιδράσεις της ζωγραφικής του Τζιόττο της εποχής των παρεκκλησίων Μπάρντι και Περούτσι διακρίνονται στις νέες κατευθύνσεις που ο Μαρτίνι ακολούθησε στις «Σκηνές από τη ζωή του Αγίου Μαρτίνου», στο πρώτο αριστερό παρεκκλήσιο της Κάτω Βασιλικής της Ασσίζης. Τα διδάγματα του Τζιόττο διακρίνονται στην διατύπωση των κτιρίων και των μορφών με πιο ρωμαλέα αντίληψη του χώρου και των όγκων, η οποία όμως δεν εμποδίζει την ποιητική διάθεση του Σιμόνε, που εκφράζει μια γλυκιά μελαγχολία, μια λυρική νωχέλεια και τρυφερότητα σε σκηνές όπου ο Τζιόττο θα τόνιζε περισσότερο το δραματικό στοιχείο. Το 1324 ο Σιμόνε παντρεύεται την κόρη του ζωγράφου Μέμμο Μέμμι και γίνεται γαμπρός του Λίππο Μέμμι, που υπήρξε και συνεργάτης του.
Ο μοναχικός «Γκουιντορίτσιο ντα Φολιάνο» νωπογραφία του 1328, καθώς καλπάζει προς τον νυχτερινό ουρανό μέσα στη μεγάλη σιωπή του πεδίου της μάχης, με τους πολεμικούς πασσάλους και το φρούριο στο βάθος, έχει μια υψηλή λυρική πνοή και εκφράζει έναν κόσμο φανταστικό, σχεδόν ρομαντικό. Ο «Ευαγγελισμός» του 1333 της Πινακοθήκης Ουφφίτσι της Φλωρεντίας, με την ανυπέρβλητη κομψότητα και τα αραβουργήματα της γραμμής του, είναι από τα τελευταία αριστουργήματα του Σιμόνε στην Ιταλία πριν εγκατασταθεί στην Αβινιόν. Στο 1340, ο καλλιτέχνης εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν της Γαλλίας, στην αυλή του Πάπα. Η τέχνη του Μαρτίνι αποτελεί σημαντικό προηγούμενο για την ευρωπαϊκή αυλική ζωγραφική. Ο καλλιτέχνης ανταπέδωσε στην Γαλλία τα διδάγματα που είχε λάβει από αυτήν, εμπλουτισμένα με μια καινούρια αφηγηματική αίσθηση. Από την περίοδο της Αβινιόν σώθηκε ο βιργιλιανός κώδικας, που ανήκε στον Πετράρχη και βρίσκεται σήμερα στην Αμβροσιανή βιβλιοθήκη του Μιλάνου. Το έργο του Σιμόνε Μαρτίνι είχε σημαντική επίδραση ιδιαίτερα στην εξέλιξη της γαλλικής ζωγραφικής.
Ο Μαρτίνι δημιούργησε από την επαφή του με την τεχνοτροπία του Τζιόττο και την κομψότητα του γαλλικού γοτθικού ρυθμού, μια ζωγραφική γλώσσα εκφραστική, αλλά και αφηρημένη, με ελαφρές και αρμονικές καμπύλες, που υπογραμμίζουν τα λαμπρά χρωματισμένα σχήματα. Όλο το έργο αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους της εικονογραφικής γλώσσας. Εκδήλωση αυτής της ζωγραφικής μορφής είναι ο «Ευαγγελισμός» (1333), με τη συνεργασία του Λίππο Μέμμι. Ο πίνακας παριστάνει την στιγμή που ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κατεβαίνει από τον ουρανό για να χαιρετήσει την Παρθένο. Στο αριστερό του χέρι κρατάει κλαδί ελιάς, σύμβολο ειρήνης και το δεξί του χέρι είναι ανασηκωμένο σαν να πρόκειται να μιλήσει. Έχει βρει την Παναγία να διαβάζει, η οποία αιφνιδιάζεται και αποτραβιέται. Ανάμεσά τους ένα βάζο με λευκά κρίνα, σύμβολα παρθενίας και ψηλά, στην κεντρική οξυκόρυφη αψίδα, η περιστερά, σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, περιτριγυρισμένη από τετραπτέρυγα χερουβείμ.
Η λεπτότατη γραμμή του σχεδίου εξαντλεί όλες τις μελωδικές της δυνατότητες και διαγράφει με τους αυθορμητισμούς της, τους ελιγμούς των πτυχώσεών της και τις ρυθμικές της κυρτώσεις, εικόνες εύθραυστες, σχεδόν ασώματες, μορφές χωρίς βάρος, που οι κινήσεις τους, εμπνευσμένες από έναν ελαφρό μουσικό παλμό, έχουν μια απερίγραπτη χάρη. Ο τρόπος της διάταξης στο έργο είναι δεξιοτεχνικός. Οι μορφές προβάλλονται πάνω σε χρυσό φόντο, οι φτερούγες του αγγέλου πλαισιώνονται από την οξυκόρυφη αψίδα στο αριστερό μέρος, η Παναγία στην δεξιά αψίδα και στη μέση το βάζο με την περιστερά από ψηλά. Η επιρροή του καλλιτέχνη από την τεχνοτροπία του Τζιόττο, φαίνεται σε κάποιες λεπτομέρειες, όπως ότι το βάζο είναι πραγματικό, τοποθετημένο σε πραγματικό πέτρινο έδαφος. Η Παναγία κάθεται σε πραγματικό κάθισμα, που δίνει την αίσθηση του βάθους και το βιβλίο που κρατάει είναι πραγματικό προσευχητάρι, με το φως να πέφτει πάνω του και με σκιά ανάμεσα στις σελίδες του.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 4ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 10ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Λούβρο-Παρίσι), (Ουφίτσι-Φλωρεντία), 1970,Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia