"Μετά τη Γαλλική επανάσταση, κυρίως στον γεωγραφικό χώρο της Γαλλίας το ύφος της ζωγραφικής αλλάζει ολοκληρωτικά. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την γλυπτική. Ποιος είναι ο λόγος; Η «μεταβολή της πελατείας» αρχικά, αλλά και η αλλαγή στους όρους διακίνησης των έργων τέχνης. Η στασιμότητα στην γλυπτική φαίνεται παντού, με μια απλή ματιά. Φαίνεται κυρίως στα δημόσια μνημεία και τους ανδριάντες που αποθαρρύνουν κάθε φιλοδοξία των γλυπτών για καινοτομία.
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας των αρχών του 20ού αιώνα, η επανάσταση στο εικαστικό πεδίο συντελείται με την εμφάνιση του κυβισμού, ο οποίος δεν αντιπροσωπεύει απλά μια ακόμη φάση στην εξέλιξη της τέχνης που ανταποκρίνεται σε κάποια κοινωνικά και οικονομικά ρεύματα, αλλά είναι ένα αποφασιστικό ρήγμα στην παράδοση.
Ο Pieter Jansz Saenredam (1597-1665), ήταν ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες των Κάτω Χωρών, γνωστός για τα χαρακτηριστικά σχέδιά του, που απεικονίζουν εσωτερικά εκκλησιών. Γεννήθηκε στο Zaandam, που τότε ονομαζόταν Saenredam, από το οποίο πήρε και το επώνυμό του. Ο πατέρας του, Jan Pietersz Saenredam, ήταν από τους γνωστούς τυπογράφους και χαράκτες της εποχής και ενθάρρυνε το γιο του στην ενασχόληση με τη ζωγραφική.
Φαίνεται αρκετά περίπλοκο να προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια το σημείο από το οποίο ο άνθρωπος, όντας ένα ον κοινωνικό με ό, τι αυτό συνεπάγεται, τοποθετείται συνειδητά πάνω στη σχέση της αισθητικής με τη φιλοσοφία. Ωστόσο όπως φανερώνεται μέσα από τα χωρία του Πλάτωνα, στην αρχαία Ελλάδα μεταξύ των διανοουμένων της εποχής, θίγεται πολλές φορές το ζήτημα της αισθητικής. Γεγονός το οποίο αποδεικνύει τα διαφωτιστικά φιλοσοφικά «ερωτοαπαντήματα» που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αναφορικά με τις τέχνες.
Η γλυπτική είναι η αρχαιότερη και πιο καθολική τέχνη. Ο προορισμός της αρχικά ήταν θρησκευτικός και αργότερα μνημειακός και διακοσμητικός, ενώ από τις απαρχές της συνδέεται στενά με την ανθρώπινη μορφή. Από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιστορία της γλυπτικής σηματοδοτείται από μια διαδοχή ρήξεων, που έχουν δύο σημαντικές συνέπειες: μια δύσκολη πρόσληψη από το κοινό και μια εξαιρετική ανανέωση καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο Γαλλικός ακαδημαϊκός ορθολογισμός του 19ου αιώνα υποστήριζε και προωθούσε την καλλιτεχνική έκφραση ως ένα είδος "avant- garde" τέχνης κυρίως ανάμεσα στην ελίτ της κοινωνίας σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό χώρο. Από τα τέλη του 19ου αιώνα κάνει την εμφάνισή της η αισθητική της τέχνης. Είναι το φιλοσοφικό ρεύμα που εξετάζει αισθητικά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ενός έργου. Αυτού του είδους η ακαδημαϊκή ορθοδοξία η οποία σχετίζεται με την επίσημη αποδοχή ή απόρριψη των έργων τέχνης ξεκινά να αλλάζει ριζικά τα δεδομένα στην τέχνη.
Το βιβλίο αποτελεί ένα αντικείμενο της καθημερινής ζωής, τμήμα του υλικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκόπτεται από το ευρύτερο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό περιβάλλον του γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος να μην γίνουν διακριτοί οι λόγοι που επέβαλλαν τη δημιουργία του, οι αισθητικές προτιμήσεις του σύγχρονου του κοινού και η εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, κάτι που ισχύει, άλλωστε και για όλα τα έργα τέχνης.
Η διερεύνηση του ρόλου που κατέχουν τα τρίπτυχα στη σύγχρονη τέχνη είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς μια, στοιχειώδη έστω, αναζήτηση μιας αφετηρίας, που θα συνέβαλε στη μελέτη της εξέλιξής τους. Επιχειρώντας κανείς να ορίσει το τρίπτυχο, οφείλει καταρχήν να διευκρινίσει τη διττή του υπόσταση, η περιγραφή του ως αντικειμένου συνδυάζεται με τη μελέτη του ως επιλογής τρόπου σύνθεσης. Με βάση το πρώτο, το τρίπτυχο ποικίλλει ως προς το μέγεθος και το υλικό, συνήθως όμως αποτελείται από ένα κεντρικό τμήμα πλαισιωμένο από δύο πλευρικά, τα οποία είναι εξαρτώμενα και αρθρωμένα, έτσι που να διπλώνουν πάνω του. Με κριτήριο τη συνθετική του δομή, διαπιστώνει κανείς καταρχήν την έμφαση που δίνεται στο κεντρικό αυτό τμήμα.
Ο Γάλλος καλλιτέχνης Marcel Duchamp που για πολλούς θεωρείται πατέρας της εννοιολογικής τέχνης, πρώτος εξέφρασε την άποψη ότι το ενδιαφέρον και διεγερτικό κομμάτι ενός έργου τέχνης μπορεί να βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στην ιδέα του ή στο πνευματικό του περιεχόμενο και ότι δεν έχει τόση σημασία το πώς μοιάζει όσο το να μπορεί να επικοινωνήσει επιτυχώς το μήνυμά του.
Mε το πέρασμα του χρόνου, οι ανάγκες του ανθρώπου αυξάνονται και σταδιακά αρχίζει να διαμορφώνεται το αίτημα για γραφή που, αποτελώντας χαρακτηριστικό της αστικής ζωής, παρακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνιών. Όταν κάνει κανείς λόγο για γραφή εννοεί την μεταφορά του προφορικού λόγου σε μια μόνιμη συμβατική μορφή.
Η τέχνη στα Επτάνησα είναι ιδιαιτέρως σημαντική, παρ' όλο που η περιοχή γνώρισε σημαντικές μεταβολές και επιρροές, λόγω των ξένων κατακτητών που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Αν και τα Επτάνησα δεν περιήλθαν ποτέ στην Οθωμανική κατοχή, πέρασαν διαδοχικά από τα χέρια των Βενετών, των Γάλλων, των Ρώσων και των Άγγλων. Η καλλιτεχνική παράδοση της Βενετίας, σε συνδυασμό με την παρουσία πολλών ζωγράφων από την Κρήτη, οι οποίοι είχαν μεταβεί στην περιοχή, μετά την κυριαρχία του νησιού από τους Οθωμανούς (1669), καθόρισαν κατά πολύ την πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή των Επτανήσων.
To Μανιφέστο του Σουρεαλισμού που κυκλοφόρησε το 1924, υπήρξε ένα από τα πλέον πρωτοποριακά και αμφιλεγόμενα κείμενα της εποχής του και όχι μόνο, που έμελλε να γίνει συνώνυμο του κινήματος του Σουρεαλισμού. Στην προγραμματική αυτή διακήρυξη του κινήματος, γραμμένη από τον ίδιο του τον «ηγέτη», παρουσιάζονται οι απόψεις του André Breton για θέματα, όπως η γλώσσα και η ποίηση, ο αυτοματισμός, η λατρεία της εικόνας, η φαντασία, η ελευθερία, η τρέλα, το όνειρο, η παιδικότητα και ο θάνατος, δίνοντας σε γενικές γραμμές τους στόχους και τις αρχές του σουρεαλιστικού κινήματος.
Η πρώτη εικοσαετία του εικοστού αιώνα σημαδεύεται από σημαντικές πρωτοπορίες, οι βάσεις των οποίων τοποθετούνται συχνά στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα κινήματα του Φωβισμού, του Εξπρεσιονισμού, του Κυβισμού, του Φουτουρισμού ή της Μεταφυσικής ζωγραφικής κινούνται χρονικά λίγο ή πολύ στην περίοδο των δύο αυτών δεκαετιών, εξελίσσονται όμως σε ποικίλους γεωγραφικά χώρους και παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά τους όσο και ως προς τις βασικές τους ιδεολογικές αναζητήσεις.
Το θέμα της «Σαλώμης» και η εικαστική απόδοσής της ανέκαθεν απασχόλησε τους καλλιτέχνες στην πορεία της παραγωγής των εικόνων. Ωστόσο, μελετώντας κανείς την τέχνη του Συμβολισμού, παρατηρεί ότι η απεικόνιση της Σαλώμης γίνεται δημοφιλέστερη την περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1920, κυριαρχώντας σε όλους τους τομείς της τέχνης. (Αριστερή εικόνα: Gustave Moreau, Το Όραμα (L'Apparition), 1874-1876 και 1897, λάδι σε μουσαμά, 142x103 εκ., Παρίσι, Musee Gustave Moreau (Cat.222).
Στην ιστορία και την θεωρία της τέχνης, ένα έργο, ένας καλλιτέχνης, ένα στυλ γενικότερα, αναλύεται, προσεγγίζεται, αποτιμάται και τεκμηριώνεται σύμφωνα με τις βασικές αρχές που έχουν τεθεί από τις καθιερωμένες μεθόδους-σχολές, όπως είναι η μορφολογική, η εικονολογική-εικονογραφική, η αναλυτική-ψυχολογική, η κοινωνικο-ιστορική και η φεμινιστική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις: η ψυχολογική και η κοινωνικο-ιστορική.