Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα Μουσείου που προσπαθεί μάταια να ολοκληρωθεί και που η κρατική κωλυσιεργία και η εμπεδωμένη πλέον προχειρότητα της ελληνικής πρακτικής διαχρονικά και με συνέπεια το εμποδίζουν. Πρόκειται για το Μουσείο εκείνο που ομολογουμένως λείπει απο τον μουσειολογικό χάρτη της Αθήνας και που επί μια σχεδόν δεκαετία ακούμε αλλά δεν βλέπουμε.
Tην προηγούμενη εβδομάδα μια είδηση προερχόμενη απο την Θεσσαλονίκη ήταν αρκετή για να με κάνει να καταλάβω οτι τελικά σε αυτή την χώρα ούτε σε ζητήματα Πολιτισμού δεν μπορούμε να έχουμε μια ενιαία και αδιάσπαστη φωνή προς τα έξω. Η είδηση είναι η εξής: "o Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, κατάφερε να συγκεντρώσει χορηγία ύψους 180.000 ευρώ με σκοπό «την επιστροφή των Μαγεμένων» στην Θεσσαλονίκη". Για όσους ενδεχομένως δεν γνωρίζουν, ως «Μαγεμένες», γνωστές και ως «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», θεωρούνται τα 4 αγάλματα χρονολογούμενα από τον 2ο αιώνα π.Χ., τα οποία αποτελούσαν τμήμα κορινθιακής κιονοστοιχίας στη νότια είσοδο της Αρχαίας Αγοράς, βόρεια της Εγνατίας Οδού.
Πρόκειται για μια αναμφισβήτητα ιστορική οδό. Για έναν δρόμο 10 χιλιομέτρων ο οποίος σχεδιάστηκε από τους πρωτεργάτες της πολεοδομικής σχεδίασης της Αθήνας, Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ, προκειμένου να ενώσει την πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους με το επίνειο της, τον Πειραιά. Στην αρχή οι αρχιτέκτονες την είχαν φανταστεί σαν μια περίλαμπρη λεωφόρο γεμάτη μέγαρα και πάρκα, που θα προσέφεραν στον οποιονδήποτε κατευθυνόταν προς την πόλη ή το λιμάνι, την αίσθηση του μεγαλείου, της ιστορικής συνέχειας και του αισθητικού κύρους. Όμως, όπως όλα σχεδόν τα πράγματα σε αυτήν την πόλη αλλάζουν και επανασχεδιάζονται, έτσι και στην περίπτωση της Οδού Πειραιώς, τα επιβλητικά μέγαρα έδωσαν την θέση τους στην βιομηχανική ανάπτυξη και την υπερβολική αρκετές φορές οικιστική δόμηση. (Φωτογραφία αριστερά: Η Οδός Πειραιώς περιμένει την αισθητική και λειτουργική της αναβάθμιση.)
Η ιδέα είναι απλή. Γιατί να μην σχεδιαστεί ένα νέο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών με προδιαγραφές και εμβέλεια εφάμιλλη αυτής του νέου Μουσείου της Ακρόπολης; Γιατί να μην επενδύσουμε ως Πολιτεία και ως Δήμος Αθηναίων σε κάτι που αποδεδειγμένα μπορεί να αποφέρει τεράστια έσοδα και προβολή, με μαζικές εισροές τουριστών και με παράλληλη αναβάθμιση του πολιτιστικού μας προϊόντος; Η πρόταση αυτή έρχεται σε μια εποχή που είναι πλέον φανερό ότι το ήδη υπάρχον Μουσείο της Πόλης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες της Αθήνας, στα σύγχρονα δεδομένα της Μουσειολογίας αλλά και στον αναβαθμισμένο πλέον πήχη ποιότητας και μεγαλείου που έφερε μαζί του το νέο Μουσείο της Ακρόπολης.
Η Πολιτιστική Διπλωματία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η άσκηση διπλωματίας δια μέσω του πολιτισμικού φορτίου που διαθέτει μια χώρα. Θα περίμενε κανείς οτι μια χώρα με πολιτιστικό υπόβαθρο χιλιετιών, με διαφορετικές και πολυσήμαντες φάσεις πολιτιστικής εξέλιξης, με έντονο το ιστορικό στοιχείο τόσο στους κατοίκους της όσο και στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι άλλοι λαοί, θα είχε ως πρωταρχικό της μέλημα την επικοινωνιακή της προώθηση (και καταπέκτασιν την επίτευξη των πολιτικών της) μέσα απο την πολιτιστική διπλωματία. Μια χώρα με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να είναι χωρίς δεύτερη σκέψη η Ελλάδα. (Φωτογραφία: Ακαδημία Πλάτωνος σε μια απο τις ξεχασμένες γειτονιές της Αθήνας)
Η Γενιά του '30, αυτή η ρευστή σε οριοθέτηση όσο και περιεχόμενο καλλιτεχνική πρωτοπορία, εμφανίστηκε στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας μας σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αναταράξεων. Ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, οι εγχώριες Δικτατορίες καθώς και η άνοδος ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη σφυρηλάτησαν την βάση πάνω στην οποία η λεγόμενη Γενιά του 30' έκανε τα πρώτα της δειλά και δημιουργικά βήματα.
Η δογματική τυποποίηση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα, τείνει να πάρει διαστάσεις μάστιγας ακόμα και στον «εναλλακτικό μεταμοντέρνο» μας κόσμο. Είναι γεγονός, πως οι ανθρώπινες αντιλήψεις είναι χτισμένες πάνω σε σαθρά θεμέλια στερεότυπων και κατευθύνονται από βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις που με την επανάληψη των αιώνων χάραξαν ένα "αόρατο" πλέγμα στην ψυχοσύνθεση μας, επηρεάζοντας ακόμα και τον χώρο της τέχνης. (Λεζάντα φωτογραφίας: Άννα Μιχαηλίδου, Χωρίς Τίτλο, Ελαιογραφία σε καμβά)
Παρίσι. Μία έκθεση, δύο χώροι, 40 καλλιτέχνες και 80 προτάσεις... 5000m2. Μία έκθεση, που ξεκίνησε στις 11 Ιουνίου 2010 και έριξε την αυλαία της στις 5 Οκτωβρίου 2010. Ξεχωριστή και μοναδική, άξια προσοχής και προβληματισμού.
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Παρίσι σε συνεργασία με το Palais du Tokyo. Στόχος; Η προβολή της οπτικής artistic ματιά τους.
Στο παραπαίον κι αμφιταλαντευόμενο εικαστικό ελληνικό στερέωμα της επονομαζόμενης σύγχρονης μετά-μοντέρνας τέχνης, οι θεωρητικοί τέχνης και το φιλοθεάμον κοινό ερχόμαστε συχνά σε επαφή με δρώμενα που μας φέρνουν σε αμηχανία, καθώς έχοντας ενδυθεί τον «καλλιτεχνικό μανδύα», μιας και λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια μιας επίσημης πολιτιστικής διοργάνωσης, μας αφήνουν εν τέλει άφωνους με την μερική ή ολική, ενίοτε, απουσία εικαστικών κριτηρίων που διέπουν τόσο την δημιουργία τους όσο και την συμμετοχή τους σε σημαντικά για την Αθήνα εικαστικά γεγονότα.
Είναι δυνατόν η εικονιστική τέχνη να μη διαθέτει σαφείς συμβολισμούς ή ξεκάθαρα κοινωνικά ? πολιτικά μηνύματα; Στην περίπτωση του , φαίνεται πως είναι. Ο καλλιτέχνης που ασχολήθηκε επισταμένα με την απόδοση της μορφής των προσώπων που κυριαρχούν στο έργο του δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται για τη μεταβίβαση συγκεκριμένων μηνυμάτων, μέσω του έργου του, στο κοινό.
Αναμφισβήτητα, όταν αναφερόμαστε στο χώρο των τεχνών, η συζήτηση περί εμπνεύσεως, ταλέντου και δημιουργικότητας του καλλιτέχνη δεν μπορεί παρά να είναι μακρά. Θέματα όπως η γέννηση της ιδέας ενός έργου τέχνης, η τεχνική και τα στάδια που μεσολαβούν μέχρι την ολοκλήρωση αυτού του έργου αναδύονται στην επιφάνεια, θέτοντας στον εκάστοτε φιλότεχνο ποικίλους προβληματισμούς.
Το πώς λοιπόν διαχειρίζεται ένας καλλιτέχνης το ταλέντο του κατά τη σύνθεση ενός εικαστικού έργου αποκαλύπτεται στο παρακάτω κείμενο του που φιλοξενείται στο βιβλίο του μεγάλου Ρώσου ζωγράφου «Αναδρομή 1901 ? 1913. Σύντομη αυτοβιογραφία» (μετάφραση ? σημειώσεις Γιώργος Κεντρώτης, εκδόσεις Διάττων, Αθήνα 1988, σελ. 42-43).
Όταν το 1969, ο καθηγητής της Ψυχολογίας της Τέχνης στο Harvard, , επεσήμαινε στο βιβλίο του την ανάγκη του εκπαιδευτικού συστήματος να περιλάβει τα προϊόντα της τέχνης στη διδασκαλία όλων των γνωστικών αντικειμένων σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα, πολλοί αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο η τέχνη θα έπρεπε αίφνης να εισχωρήσει στα μονοπάτια των επιστημονικών ιδεών που εκφράζονται μέσα από τα διαφορετικά αντικείμενα, τα οποία καλείται να προσεγγίσει ο εκάστοτε εκπαιδευόμενος. Εκφράστηκαν λοιπόν πολλές ενστάσεις επί της θεωρίας του Arnheim, καθώς οι τέχνες, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και λίγο μετά, αντιμετωπίζονταν από την πλειονότητα των ανθρώπων και δη των εκπαιδευτικών ως μια ανεξάρτητη περιοχή μελέτης, η οποία δεν επέτρεπε τη συνεργασία με οποιαδήποτε άλλη περιοχή αυστηρής ορθολογικής γνώσης.